- νύσταγμα
- νύσταγμα, τὸ (Α) [νυστάζω]1. το να νυστάζει κάποιος2. σύντομος ή ελαφρύς ύπνος («ὅταν επιπίπτη... φόβος ἐπ' ἀνθρώπους, ἐπὶ νυσταγμάτων, ἐπὶ κοίτης», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυσταγμάτων — νύσταγμα nap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυσινύσταλος — ον, Μ αυτός που καταπαύει το νύσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + νύσταλος (< νυστάζω)] … Dictionary of Greek
ՆԻՐՀՈՒՄՆ — (հման.) NBH 2 0426 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c գ. νύσταγμα, μός dormitatio, sopor. Նիրհելն. նիրհ. թմբրութիւն քնոյ. *Երազով, կամ զբաղմամբ գիշերականաւ ... նիրհմամբ յանկողնի. Յոբ. ՟Լ՟Գ. 13: *Վայրապար եւ անչափ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)